- ποιάεις
- ποιάεις1 verdant
ἀνθέων ποιάλτ;γτ;ντα φέρε στεφανώματα N. 5.54
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀνθέων ποιάλτ;γτ;ντα φέρε στεφανώματα N. 5.54
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποιήεις — και δωρ. τ. ποιάεις, εσσα, εν, Α γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek