ποιάεις

ποιάεις
ποιάεις
1 verdant

ἀνθέων ποιάλτ;γτ;ντα φέρε στεφανώματα N. 5.54


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποιήεις — και δωρ. τ. ποιάεις, εσσα, εν, Α γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”